- διακοσίας
- διᾱκοσίᾱς , διακόσιοιtwo hundredfem acc plδιᾱκοσίᾱς , διακόσιοιtwo hundredfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Griechische Zahlwörter — Griechische Zahlwörter, die zumeist über das Lateinische aus dem Altgriechischen vermittelt wurden, sind wie Präpositionen Wortbestandteil vieler deutscher und internationaler Fach und Lehnwörter. Zur Zahlenschreibung der antiken Griechen siehe… … Deutsch Wikipedia
διαχρώμαι — διαχρῶμαι ( άομαι) (αποθ.) (AM) αρχ. μσν. (με αιτ.) θανατώνω, φονεύω αρχ. 1. μεταχειρίζομαι συνεχώς, συνήθως 2. λέω την αλήθεια 3. (σπάν. στους Αττ.) «λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ διαχρῶμαι» μεταχειρίζομαι την πείνα σαν καρύκευμα 4. (σε παθητικές καταστάσεις) … Dictionary of Greek
μεταλαβαίνω — και μεταλαμβάνω (ΑM μεταλαμβάνω, Μ και μεταλαβαίνω) [λαβαίνω/ λαμβάνω] 1. παίρνω μέρος σε κάτι, συμμετέχω 2. λαμβάνω την Αγία Μετάληψη, κοινωνώ νεοελλ. 1. (για ιερέα) δίνω σε κάποιον την Αγία Μετάληψη, κοινωνώ κάποιον 2. καλώ με απεσταλμένο μου… … Dictionary of Greek